Εικόνα

Εικόνα

Ενας αρχαίος μύθος αναφέρει:

Αφού οι θεοί δημιούργησαν τον κόσμο, φοβήθηκαν ότι ίσως κάποτε ο Ανθρωπος τους επισκιάσει...


Θέλησαν λοιπόν να κρύψουν κάπου το μυστικό της Αθανασίας,

ώστε ο άνθρωπος να μην το βρει ποτέ και να παραμείνει θνητός και αδύναμος...

Ακούστηκαν πολλές απόψεις...

Η πιο σοφή ήταν να το κρύψουν μέσα στην καρδιά του Ανθρώπου γιατί εκεί δεν θα σκεπτόταν να ψάξει ποτε...

Ετσι και έγινε.


Εκτοτε ο Ανθρωπος αναζητα το κλειδί της αθανασίας οπουδήποτε αλλού εκτός από μέσα του...


Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Η ομορφιά είναι ένα φώς στην καρδιά..



Την πιο σκοτεινή εποχή του χρόνου
σε μία ταπεινή φάτνη
γεννιέται το Φως του κόσμου,
Ο Χριστός..

Και στην μυστική φάτνη της καρδιάς μας
τις πιο δύσκολες και επώδυνες στιγμές
γεννιέται  το Ιδιο Φως..


Το ίδιο ακριβώς Φώς
που στροβιλίζονταν πάνω από το Χάος
τις παραμονές της Δημιουργίας..

Το ίδιο ακριβώς Φως
που θα συνεχίσει να λάμπει
όταν αυτός ο κόσμος σταματήσει να υπάρχει.. 


Η ελπίδα του ανθρώπου
και κατ' επέκταση του κόσμου
είναι οτι η αληθινή μας φύση
είναι αυτό το αιώνιο Φως..

Η αληθινή ομορφιά και δύναμή μας
απορρέουν από το γεγονός
ότι ο καθένας μας
είναι μια ακτίδα
από αυτό το αιώνιο, παντοδύναμο και ανέσπερο Φως


Ακόμη και όταν έχουμε ξεχάσει
ποιοί αληθινά είμαστε,
από ερχόμαστε
και που πηγαίνουμε

αυτό το Φως 
συνεχίζει μυστικά  να λάμπει..

Αν κοιτάξουμε αληθινά μέσα μας
θα το δούμε σαν μια ταπεινή φλόγα
να  τρεμοπαίζει
κυνηγημένο από θύελες και καταιγίδες...


Σε ένα κόσμο που συνεχώς σκοτεινίαζει
το Φως αυτό ας γίνει
το καταφύγιό μας, 
 ο πιστός σύντροφος
και ο ασφαλής οδηγός μας..

Εως ώτου ανατείλει το Φως της Καινούργιας Ημέρας


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ










 








Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Σιντάρτα. Ερμαν Εσσε.



Ο κόσμος είναι τέλειος ακριβώς όπως είναι..

Καθώς πίσω από τις φαινομενικές αντιφάσεις και ελλείψεις του 
δεν κρύβεται παρά η τέλεια πολλαπλή ενότητα 
όπου όλα τα αντίθετα αναπαύονται και γαληνεύουν.. 

Οι Τέλειοι όπως ο Σιντάρτα ήδη το γνωρίσουν.. 

Γραφει ο Ερμαν Εσσε.

............................................................ 

 

Ο κόσμος φίλε Γκοβίντα, δεν είναι ατελής.

 Τον βλέπουμε σαν σε αργή πορεία προς την τελείωση. 

Όχι, είναι πλήρης κάθε στιγμή.

Όλα πρέπει να'ναι όπως είναι, δε ζητάνε παρά τη συναίνεση μου, 
δε ζητάνε παρά να αποδεχθώ με αγάπη 
και να συμμετάσχω σ'αυτά. 

Έπρεπε να γίνω δούλος των πραγμάτων ,
χρειαζόμουνα τη ματαιοδοξία και τη φρικτότερη απόγνωση 
μέχρι να μπορέσω ν'απαλλαγώ απ'την άρνηση 

και να μάθω ν'αγαπώ τον κόσμο, 
να μην το συγκρίνω με κάποιο επιθυμητό, φανταστικό κόσμο
που να τον διέπει μια μορφή πληρότητας δικής μου επινόησης, 

αλλά να τον δεχθώ όπως είναι, 
να τον αγαπώ 
και ν'ανήκω σ'αυτόν με χαρά. 


 Σκύψε κοντά μου. Ψυθύρισε σιγανά στ'αυτί του Γκοβίντα.
Σκύψε προς τα εμένα! Ετσι,ακόμη πιο κοντα! 
Φίλησέ με στο μέτωπο, Γκοβίντα! 

Ενώ ο Γκοβίντα έκπληκτος, 
κινούμενος όμως, απ'τη μεγάλη του αγάπη 
και κάποια προαίσθηση, υπάκουε στα λόγια του, 
σκύβοντας προς εκείνον και ακουμπώντας το μέτωπο με τα χείλη του, 
του συνέβη κάτι θαυμάσιο.

 Επαψε να βλέπει το πρόσωπο του φίλου του, του Σιντάρτα 

και στη θέση του άρχισαν να εμφανίζονται άλλα πρόσωπα, 
μια ατελείωτη σειρά από πρόσωπα, 
ένας ορμητικός χείμαρρος, εκατοντάδες χιλιάδες, 
που ερχόταν και χανόταν μολαταύτα, 

ήταν σα να ήταν ταυτόχρονα παρόντα, 
και συνεχώς άλλαζαν μορφή και μεταλλάσονταν
κι όμως όλα ήταν Σιντάρτα. 

Κάθε μορφή άλλαζε συνεχώς πρόσωπο 
χωρίς να παρεμβάλλεται ο χρόνος στις μεταλλάξεις αυτές. 

Τέλος όλες αυτές οι μορφές και τα πρόσωπα γαλήνευαν κυλούσαν ήρεμα,
 αλληλοδημιουργούνταν, έρρεαν το ένα μέσα στο άλλο.



 Πάνω απ'όλα ήταν μόνιμα ένα πέπλο λεπτό,
 ανυπόστατο κι όμως υπαρκτό σα λεπτό γυαλί ή πάγος, 
σα διαφανής φλοιός ή μορφή ή μάσκα από νερό 
κι η μάσκα αυτή χαμογελούσε. 

 Η μάσκα αυτή δεν ήταν παρά το γελαστό πρόσωπο του Σιντάρτα, 
που ο Γκοβίντα άγγιζε με τα χείλη του εκείνη τη στιγμή.

 Κι έτσι είδε ο Γκοβίντα πως αυτό το χαμόγελο της μάσκας, 
 αυτό το χαμόγελο της ενότητας πάνω απ'το ρεύμα των μορφων, 

ήταν ακριβώς το ίδιο το ήρεμο, λεπτό, αδιαπέραστο, 
ίσως αγαθό, ίσως ειρωνικό, σοφό,
πολύμορφο χαμόγελο του Γκοτάμα, του Βούδα, 
όπως το είχε αντικρύσει εκατοντάδες φορές με δέος. 

Ετσι το ήξερε ο Γκοβίντα, χαμογελούσαν οι Τέλειοι.

 Ο Γκοβίντα υποκλίθηκε βαθιά 
και απ'τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα στο γερασμένο του πρόσωπο, 
χωρίς να το καταλάβει. 

Η καρδιά του ξεχείλισε απ΄τη βαθύτερη αγάπη, 
από ταπεινό θαυμασμό. 

Υποκλίθηκε βαθιά, μέχρι το χώμα,
μπρός στον καθισμένο ατάραχα, που το χαμόγελό του, 
του θύμιζε, όλα, όσα είχε αγαπήσει ποτέ στη ζωή του, 
ότι υπήρξε γι' αυτόν πολύτιμο και άγιο. 

Σιντάρτα. Ερμαν Εσσε.Εκδόσεις Νεφέλη.



Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Τα δώρα της υπομονής. Γέρων Ιωσήφ ο σπηλαιώτης.



Σαν λόγια μιας άλλης εποχής,
όπου ο άνθρωπος ήξερε ακόμη
να αγαπά,
να υπομένει,
να θυσιάζεται για το συνάνθρωπο

Γράφει ο Μακαριστός Γέρων Ιωσήφ..
.............................................

Οι άνθρωποι του κόσμου αγαπούν τον κόσμον, 
επειδή δεν εγνώρισαν ακόμη την πικρίαν αυτού. 

Είναι ακόμη τυφλοί στην ψυχήν 
και δεν βλέπουν τι κρύπτεται μέσα εις αυτήν την προσωρινήν χαράν. 

Δεν ήλθε ακόμη εις αυτούς φώς νοητόν.
Δεν έφεξεν ακόμη ημέρα σωτηρίας.


Όμως εσείς, όπου τόσα έχετε ιδεί και ακούσει, 
πρέπει να εννοήσετε,
 ότι των προσκαίρων αι απολαύσεις παρέρχονται ως σκιά.

Και ο καιρός της ζωής μας φεύγει,
 περνά, 
δεν γυρίζει οπίσω. 

Ο δε καιρός του παρόντος βίου είναι καιρός θέρους και τρυγητού. 

Και ο καθείς συνάγει τροφήν-όσον δύναται καθαράν-
και ταμιεύει εις την άλλην ζωήν. 

Δεν κερδίζει ο έξυπνος, ο ευγενής, ο ομιλών τορνευτά ή ο πλούσιος, 

αλλ'όστις υβρίζεται και μακροθυμεί,
 αδικείται και συγχωρεί,
 συκοφαντείται και υπομένει.

 Εκείνος που γίνεται σπόγγος και καθαρίζει ότι ακούει, ότι του λέγουν, 
οποίας λογής και αν είναι. 

Αυτός καθαρίζεται και λαμπρύνεται περισσότερον. 

Αυτός φθάνει εις μέτρα μεγάλα. 

Αυτός εντρυφά είς θεωρίας μυστηρίων. 

Και τέλος αυτός είναι από εδώ μέσα εις τον Παράδεισον. 


Και όταν έλθει του θανάτου η ώρα εκείνη, 
 μόλις κλείσουν τα μάτια αυτά, 

ανοίγουν τα εσωτερικά -της ψυχής. 

Και ενόσω διανοήται τα εκείθεν, 
ευρίσκεται αίφνης εις εκείνα που επιθυμεί, 
χωρίς ποσώς να καταλάβει. 

Από σκότος μεταβαίνει εις φώς, 
από θλίψεως είς ανάπαυσιν, 
από ζάλης είς λιμένα ατάραχον,
 από πολέμου είς ειρήνην διηνεκή. 

Όθεν, αδελφοί μου καλοί και ηγαπημένοι, 
όστις αδικείται εν τω κόσμω τούτω και θελήσει να ζητήσει το δίκαιον, 
ας γνωρίζει ότι είναι αυτό' 

να βαστάζει το βάρος του αδελφού, του πλησίον του, 
μέχρις εσχάτης πνοής'

 και να κάμνη υπομονήν εις όλα τα λυπηρά της παρούσης ζωής. 


Διότι η κάθε θλίψις όπου μας γίνεται, 
είτε εξ ανθρώπων, είτε εκ δαιμόνων, 
είτε εξ αυτής της ιδίας μας φύσεως, 

πάντοτε έχει κεκλεισμένον εντός της το ανάλογον κέρδος.

Καί όποιος την αποπερνά δι'υπομονής λαμβάνει την πληρωμήν' 
ενταύθα τον αρραβώνα 
κακείθεν το τέλειον.

 Χρεία λοιπόν της υπομονής, 
καθάπερ άλας εν φαγητώ. 

Καθότι άλλος δρόμος δεν είναι του να κερδίσωμεν, 
να πλουτίσωμεν,
 να βασιλεύσωμεν. 

Αυτόν τον δρόμον ο Χριστός μας τον χάραξε.


 Και ημείς όσοι τον αγαπούμεν, 
οφείλομεν δι'αγάπην Του να ακολουθήσωμεν.

 Αν και μας είναι πικρόν το αψίνθιον, 
αλλ'όμως καθαρίζει το αίμα και υγιαίνει το σώμα μας. 

Χωρίς πειρασμόν δεν γνωρίζονται οι αγνές ψυχές,
 δεν φαίνεται η αρετή,
 δεν διακρίνεται η υπομονή. 

Χωρίς πειρασμούς αδύνατον η υγεία της ψυχής να φανεί. 

Αυτό είναι το καθαρτήριον πύρ, 
όπου καθαράν και λαμπράν απεργάζεται την ψυχήν.




Γέροντος Ιωσήφ. Εκφρασις μοναχικής εμπειρίας.
Εκδόσεις Ιερά Μονή Φιλοθέου.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Εξομολόγηση στο Άγιο Όρος.. Νίκος Καζαντζάκης.



Στή φρικτή και άνυδρη έρημο των Καρουλίων του Αγίου Όρους, 
αναζήτησε ο Νίκος Καζαντζάκης τον Γερόντα Μακάριο, 
φημισμένο ασκητή, για να εξομολογηθεί. 

Τον συνάντησε σε μία σκοτεινή σπηλιά 
 αποστεωμένο και απόκοσμο.. 

Γράφει στην Αναφορά στον Γκρέκο.. 

..........................................................................

Κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που είχε εξαφανίσει το κορμί της, 
αυτό βάραινε τις φτερούγες της 
και δεν την άφηνε ν' ανέβει στον ουρανό

 Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει. 
Κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα χε φάει. 

Δεν ήξερα τι να πω, από που ν' αρχίσω.- 

 Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου. 

Θέλω κι εγώ να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;

- Πιο βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε με συμπόνια. 

- Πιο ανθρώπινος, γέροντά μου. 

- Ένας μονάχα δρόμος. 

- Πώς τον λέν; 

- Ανήφορο. 

Ν' ανεβαίνεις ένα σκαλί. 

Από το χορτασμό στην πείνα, 
από τον ξεδιψασμό στη δίψα, 
από τη χαρά στον πόνο. 

Στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ο Θεός. 
Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ο Διάβολος διάλεξε. 

- Είμαι ακόμα νέος. Καλή ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω.
 
Aπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του χεριού του, 
άγγιξε το γόνατό μου, με σκούντηξε: 

- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σε ξυπνήσει o Χάρος. 

 
Ανατρίχιασα. 

Γέροντά μου, του κάνω, 
δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω, 
δεν είμαι ο Πειρασμός.

 Είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει απλοϊκά, 
χωρίς να ρωτάει, 
όπως πίστευε ο παππούς μου ο χωριάτης θέλω, 
μα δεν μπορώ. 

- Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε. 
Το μυαλό θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει. 

Ο αρχάγγελος Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι 
και θες να τον σώσεις, 
ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση;

Όταν στράφηκε στο Θεό κι είπε: 

Εγώ. 

Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ' το καλά στo νου σου:
 
- Ένα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ. Το εγώ, ανάθεμά το! 

Τίναξα το κεφάλι πεισματωμένος:
 
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε ο άνθρωπος από το ζώο, 
μην το κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
 
 - Με το εγώ αυτό ξεχώρισε από το Θεό. 

Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. 

Δεν υπήρχε εγώ και συ κι εκείνος δεν υπήρχε δικό σου και δικό μου,

δεν υπήρχαν δυό, 
υπήρχε ένα. 

Το Ένα, 

 ο Ένας.

Αυτός είναι ο Παράδεισος που ακούς,
 κανένας άλλος. 

Από κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει. 

Βλογημένος ο θάνατος! 

τί ναι ο θάνατος, θαρρείς; 

Ένα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε. 


Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν.

Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν από τα χείλια του
κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. 

Ένιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο. 

- Γιατί χαμογελάς, γέροντά μου; 

- Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε είμαι ευτυχής, παιδί μου. 

Κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του μουλαριού, 
γρικώ το Χάρο να ζυγώνει. 


Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια 
για να ξομολογηθώ στον άγριο τούτον απαρνητή της ζωής. 

Μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς. 

Η ζωή μέσα μου δεν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό κόσμο, 
έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου, 
δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού. 

Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, 
σαν ξεθυμάνω, 
σαν ξεθυμάνει μέσα μου κι o Εωσφόρος.

Σηκώθηκα. 

Ασκωσε ο γέροντας το κεφάλι. 

- Φεύγεις; έκαμε άε στο καλό. 

Ο Θεός μαζί σου. Και σε λίγο, περιπαιχτικά:
 
- Χαιρετίσματα στον κόσμο. 

- Χαιρετίσματα στον ουρανό, αντιμίλησα. 

Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς,
φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.


Αναφορά στο Γκρέκο. Νίκος Καζαντζάκης.