Ο κόσμος είναι
τέλειος ακριβώς όπως είναι..
Καθώς πίσω
από τις φαινομενικές αντιφάσεις και
ελλείψεις του
δεν κρύβεται παρά η τέλεια
πολλαπλή ενότητα
όπου όλα τα αντίθετα
αναπαύονται και γαληνεύουν..
Οι Τέλειοι
όπως ο Σιντάρτα ήδη το γνωρίσουν..
Γραφει
ο Ερμαν Εσσε.
............................................................
Ο κόσμος φίλε Γκοβίντα, δεν
είναι ατελής.
Τον βλέπουμε σαν σε αργή
πορεία προς την τελείωση.
Όχι, είναι
πλήρης κάθε στιγμή.
Όλα πρέπει να'ναι
όπως είναι, δε ζητάνε παρά τη συναίνεση
μου,
δε ζητάνε παρά να αποδεχθώ με αγάπη
και να συμμετάσχω σ'αυτά.
Έπρεπε να γίνω
δούλος των πραγμάτων ,
χρειαζόμουνα τη
ματαιοδοξία και τη φρικτότερη απόγνωση
μέχρι να μπορέσω ν'απαλλαγώ απ'την άρνηση
και να μάθω ν'αγαπώ τον κόσμο,
να μην το
συγκρίνω με κάποιο επιθυμητό, φανταστικό
κόσμο
που να τον διέπει μια μορφή
πληρότητας δικής μου επινόησης,
αλλά
να τον δεχθώ όπως είναι,
να τον αγαπώ
και ν'ανήκω σ'αυτόν με χαρά.
Σκύψε κοντά
μου. Ψυθύρισε σιγανά στ'αυτί του
Γκοβίντα.
Σκύψε προς τα εμένα! Ετσι,ακόμη
πιο κοντα!
Φίλησέ με στο μέτωπο, Γκοβίντα!
Ενώ ο Γκοβίντα έκπληκτος,
κινούμενος
όμως, απ'τη μεγάλη του αγάπη
και κάποια
προαίσθηση, υπάκουε στα λόγια του,
σκύβοντας προς εκείνον και ακουμπώντας
το μέτωπο με τα χείλη του,
του συνέβη
κάτι θαυμάσιο.
Επαψε να βλέπει το πρόσωπο
του φίλου του, του Σιντάρτα
και στη θέση
του άρχισαν να εμφανίζονται άλλα πρόσωπα,
μια ατελείωτη σειρά από πρόσωπα,
ένας
ορμητικός χείμαρρος, εκατοντάδες
χιλιάδες,
που ερχόταν και χανόταν
μολαταύτα,
ήταν σα να ήταν ταυτόχρονα
παρόντα,
και συνεχώς άλλαζαν μορφή και
μεταλλάσονταν
κι όμως όλα ήταν Σιντάρτα.
Κάθε μορφή άλλαζε συνεχώς πρόσωπο
χωρίς
να παρεμβάλλεται ο χρόνος στις μεταλλάξεις
αυτές.
Τέλος όλες αυτές οι μορφές και
τα πρόσωπα γαλήνευαν κυλούσαν ήρεμα,
αλληλοδημιουργούνταν, έρρεαν το ένα
μέσα στο άλλο.
Πάνω απ'όλα ήταν μόνιμα
ένα πέπλο λεπτό,
ανυπόστατο κι όμως
υπαρκτό σα λεπτό γυαλί ή πάγος,
σα
διαφανής φλοιός ή μορφή ή μάσκα από νερό
κι η μάσκα αυτή χαμογελούσε.
Η μάσκα
αυτή δεν ήταν παρά το γελαστό πρόσωπο
του Σιντάρτα,
που ο Γκοβίντα άγγιζε με
τα χείλη του εκείνη τη στιγμή.
Κι έτσι
είδε ο Γκοβίντα πως αυτό το χαμόγελο
της μάσκας,
αυτό το χαμόγελο της ενότητας
πάνω απ'το ρεύμα των μορφων,
ήταν ακριβώς
το ίδιο το ήρεμο, λεπτό, αδιαπέραστο,
ίσως αγαθό, ίσως ειρωνικό, σοφό,
πολύμορφο
χαμόγελο του Γκοτάμα, του Βούδα,
όπως
το είχε αντικρύσει εκατοντάδες φορές
με δέος.
Ετσι το ήξερε ο Γκοβίντα,
χαμογελούσαν οι Τέλειοι.
Ο Γκοβίντα
υποκλίθηκε βαθιά
και απ'τα μάτια του
έτρεχαν δάκρυα στο γερασμένο του πρόσωπο,
χωρίς να το καταλάβει.
Η καρδιά του
ξεχείλισε απ΄τη βαθύτερη αγάπη,
από
ταπεινό θαυμασμό.
Υποκλίθηκε βαθιά,
μέχρι το χώμα,
μπρός στον καθισμένο
ατάραχα, που το χαμόγελό του,
του θύμιζε,
όλα, όσα είχε αγαπήσει ποτέ στη ζωή του,
ότι υπήρξε γι' αυτόν πολύτιμο και άγιο.
Σιντάρτα. Ερμαν Εσσε.Εκδόσεις Νεφέλη.