Στή
φρικτή και άνυδρη έρημο των Καρουλίων
του Αγίου Όρους,
αναζήτησε ο Νίκος Καζαντζάκης τον Γερόντα Μακάριο,
φημισμένο
ασκητή, για να εξομολογηθεί.
Τον συνάντησε
σε μία σκοτεινή σπηλιά
αποστεωμένο και απόκοσμο..
Γράφει στην Αναφορά στον Γκρέκο..
..........................................................................
Κοίταζα με απληστία την ψυχή τούτη που
είχε εξαφανίσει το κορμί της,
αυτό
βάραινε τις φτερούγες της
και δεν την
άφηνε ν' ανέβει στον ουρανό
Ανήλεο,
ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή που πιστεύει.
Κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τα χε φάει.
Δεν ήξερα τι να πω, από που ν' αρχίσω.-
Βαριά η ζωή σου, γέροντά μου.
Θέλω κι εγώ
να σωθώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος;
- Πιο
βολικός; έκαμε ο ασκητής και χαμογέλασε
με συμπόνια.
- Πιο ανθρώπινος, γέροντά
μου.
- Ένας μονάχα δρόμος.
- Πώς τον λέν;
- Ανήφορο.
Ν' ανεβαίνεις ένα σκαλί.
Από
το χορτασμό στην πείνα,
από τον ξεδιψασμό
στη δίψα,
από τη χαρά στον πόνο.
Στην
κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου
κάθεται ο Θεός.
Στην κορφή της καλοπέρασης
κάθεται ο Διάβολος διάλεξε.
- Είμαι ακόμα
νέος. Καλή ναι η γης, έχω καιρό να διαλέξω.
Aπλωσε ο ασκητής τα πέντε, κόκαλα του
χεριού του,
άγγιξε το γόνατό μου, με
σκούντηξε:
- Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν
σε ξυπνήσει o Χάρος.
Ανατρίχιασα.
Γέροντά
μου, του κάνω,
δεν ήρθα εδώ να σε πειράξω,
δεν είμαι ο Πειρασμός.
Είμαι ένας νέος
που θέλει να πιστέψει απλοϊκά,
χωρίς να
ρωτάει,
όπως πίστευε ο παππούς μου ο
χωριάτης θέλω,
μα δεν μπορώ.
- Αλίμονο
σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε.
Το μυαλό
θα σε φάει, το εγώ θα σε φάει.
Ο αρχάγγελος
Εωσφόρος, που εσύ υπερασπίζεσαι
και θες
να τον σώσεις,
ξέρεις πότε γκρεμίστηκε
στην Κόλαση;
Όταν στράφηκε στο Θεό κι
είπε:
Εγώ.
Ναι ναι, άκου, νεαρέ, και βάλ'
το καλά στo νου σου:
- Ένα μονάχα πράμα
κολάζεται στην Κόλαση, το εγώ. Το εγώ,
ανάθεμά το!
Τίναξα το κεφάλι
πεισματωμένος:
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε
ο άνθρωπος από το ζώο,
μην το κακολογάς,
πάτερ Μακάριε.
- Με το εγώ αυτό ξεχώρισε
από το Θεό.
Πρώτα όλα ήταν ένα με το Θεό,
ευτυχισμένα στον κόρφο του.
Δεν υπήρχε
εγώ και συ κι εκείνος δεν υπήρχε δικό
σου και δικό μου,
δεν υπήρχαν δυό,
υπήρχε
ένα.
Το Ένα,
ο Ένας.
Αυτός είναι ο Παράδεισος
που ακούς,
κανένας άλλος.
Από κει
ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται και λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει.
Βλογημένος ο θάνατος!
τί ναι ο θάνατος, θαρρείς;
Ένα μουλάρι,
το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε, κι
όσο μιλούσε το πρόσωπό του φωτίζουνταν.
Γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν
από τα χείλια του
κι έπιανε όλο του το
πρόσωπο.
Ένιωθες βυθίζουνταν στην
Παράδεισο.
- Γιατί χαμογελάς, γέροντά
μου;
- Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε
είμαι ευτυχής, παιδί μου.
Κάθε μέρα, κάθε
ώρα, γρικώ τα πέταλα του μουλαριού,
γρικώ
το Χάρο να ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα
βράχια
για να ξομολογηθώ στον άγριο
τούτον απαρνητή της ζωής.
Μα είδα ήταν
ακόμα πολύ ενωρίς.
Η ζωή μέσα μου δεν
είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον ορατό
κόσμο,
έλαμπε o Εωσφόρος στο μυαλό μου,
δεν είχε αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική
λάμψη του Θεού.
Αργότερα, συλλογίστηκα,
σα γεράσω,
σαν ξεθυμάνω,
σαν ξεθυμάνει
μέσα μου κι o Εωσφόρος.
Σηκώθηκα.
Ασκωσε
ο γέροντας το κεφάλι.
- Φεύγεις; έκαμε
άε στο καλό.
Ο Θεός μαζί σου. Και σε λίγο,
περιπαιχτικά:
- Χαιρετίσματα στον
κόσμο.
- Χαιρετίσματα στον ουρανό,
αντιμίλησα.
Και πες στο Θεό, δε φταίμε
εμείς,
φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο
τόσο ωραίο.
Αναφορά στο Γκρέκο. Νίκος Καζαντζάκης.