Μιὰ
μέρα,
ὁ Γέροντας Πορφύριος πῆρε τρία
πνευματικά του παιδιά,
γιὰ νὰ τελέσει
ἕναν Ἑσπερινὸ σὲ κάποιο μοναστήρι.
Ἀρχικά, εἴπανε νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια·
ἀφοῦ, ὅμως, περπάτησαν κάποια ἀπόσταση
καὶ ἐπειδὴ ὁ Γέροντας ἦταν κουρασμένος,
ἀπoφάσισαν νὰ πάρουν ΤΑΞΙ.
Ἀμέσως
φάνηκε ἕνα ΤΑΞΙ
καὶ τὰ πνευματικά του
παιδιὰ του έκαναν νεῦμα νὰ
σταματήσει.
Τότε ο Γέρoντας Πορφύριος τους είπε:
ὅταν μποῦμε μέσα, μὴ μιλήσει κανένας
στὸν ὁδηγό.
Μόνον ἐγὼ θὰ τοῦ μιλάω..
Μόλις ξεκίνησε,
ἄρχισε ὁ ὁδηγὸς τοῦ
ΤΑΞΙ νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν
κληρικῶν
καὶ νὰ τοὺς κατηγορεῖ ασταμάτητα.
Ἔτσι δὲν εἶναι βρὲ παιδιά;
Τί λέτε κι’ ἐσεῖς; ἔλεγε ὁ ὁδηγὸς
τοῦ ΤΑΞΙ στὰ παιδιά,
ἀλλὰ ἐκεῖνα,
ὅμως, «τσιμουδιά»,
κατὰ τὴν ἐντολὴ
τοῦ Γέροντος Πορφυρίου.
Ἀφοῦ, λοιπόν,
εἶδε καὶ ἀποεῖδε ὅτι δὲν τοῦ ἀπαντοῦσαν
τὰ παιδιά,
στράφηκε στὸ Γέροντα:
Ἔτσι
δὲν εἶναι παππούλη; Τί λὲς κι’ ἐσύ;
Δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ τὰ πράγματα
ποῦ τὰ γράφουν κι οἱ ἐφημερίδες;
Τοῦ
λέει, τότε, ὁ Γέροντας Πορφύριος:…
Παιδί
μου, θὰ σοῦ πῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ
τάδε μέρος (τὸ ἀνέφερε),
ποὺ εἶχε ἕναν
ἡλικιωμένο γείτονα,
ὁ ὁποῖος εἶχε
ἕνα μεγάλο κτῆμα.
Μιὰ νύχτα, τὸν σκότωσε
καὶ τὸν ἔθαψε.
Στὴ συνέχεια, μὲ διάφορα
πλαστὰ χαρτιά,
πῆρε τὸ χτῆμα τοῦ
γείτονά του καὶ τὸ πούλησε.
Καὶ ξέρεις
τί ἀγόρασε μὲ τὰ χρήματα τὰ ὁποῖα
πῆρε πουλώντας αὐτὸ τὸ χτῆμα;
Ἀγόρασε ἕνα… ΤΑΞΙ !!!
Ἀγόρασε ἕνα… ΤΑΞΙ !!!
Ὁ ὁδηγός, συγκλονισμένος,
σταματᾶ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.
Μὴν πεῖς
τίποτε παππούλη·
μόνο ἐγὼ κι’ ἐσὺ τὸ
ξέρουμε…
Ὄχι, παιδί μου· τὸ ξέρει κι’
ὁ Θεός!
Καὶ νὰ φροντίσεις ἀπὸ ἐδῶ
καὶ μπρὸς ν’ ἀλλάξεις ζωή!